- εύθαλος
- εὔθαλος, -ον (Μ)ευθαλής, ανθισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θάλος (< θάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθαλία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Σικελία. Αποκεφαλίστηκε από τον αδελφό της. Η μνήμη της τιμάται στις 2 Μαρτίου. * * * εὐθαλία, ἡ (Α) [εύθαλος] η θαλερότητα … Dictionary of Greek
ευθαλόφυτος — εὐθαλόφυτος, ον (Μ) ο ανθηρός, ο δροσερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύθαλος + φυτόν (< φύω)] … Dictionary of Greek
ευθαλώ — εὐθαλῶ, έω (ΑΜ) [εύθαλος] 1. βλαστάνω ή ανθίζω ωραία («φυτῶν καὶ σπερμάτων εὐθαλούντων καὶ βλαστανόντων», Πλούτ.) 2. βρίσκομαι σε ακμή, ευτυχώ … Dictionary of Greek